- προκεκυρωμένην
- προκεκῡρωμένην , προκυρόομαιto be ratifiedperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκυρώ — όω, Α (συν. το μέσ. και παθ.) προκυροῡμαι επικυρώνομαι προηγουμένως («διαθήκην προκεκυρωμένην ὑπὸ τοῡ Θεοῡ εἰς Χριστόν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυρῶ «επικυρώνω, επιβεβαιώνω»] … Dictionary of Greek